Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σφαλισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σφαλισμέν
ος
η
σφαλισμέν
η
το
σφαλισμέν
ο
γενική
του
σφαλισμέν
ου
της
σφαλισμέν
ης
του
σφαλισμέν
ου
αιτιατική
τον
σφαλισμέν
ο
τη
σφαλισμέν
η
το
σφαλισμέν
ο
κλητική
σφαλισμέν
ε
σφαλισμέν
η
σφαλισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σφαλισμέν
οι
οι
σφαλισμέν
ες
τα
σφαλισμέν
α
γενική
των
σφαλισμέν
ων
των
σφαλισμέν
ων
των
σφαλισμέν
ων
αιτιατική
τους
σφαλισμέν
ους
τις
σφαλισμέν
ες
τα
σφαλισμέν
α
κλητική
σφαλισμέν
οι
σφαλισμέν
ες
σφαλισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
σφαλισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
σφαλίζω
και
σφαλώ
ή
σφαλνώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σφαλισμένος
γαλλικά
:
clos
(fr)
,
fermé
(fr)