clos
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- clos < clore
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | clos | clos |
θηλυκό | close | closes |
clos (fr)
- κλειστός , σφαλισμένος, σφαλιστός
- maison close - ο οίκος ανοχής
- τελειωμένος