γερεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαγερεύω
- γίνομαι καλά, συνέρχομαι μετά από ασθένεια, αναρρώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γερεύω | γέρευα | θα γερεύω | να γερεύω | γερεύοντας | |
β' ενικ. | γερεύεις | γέρευες | θα γερεύεις | να γερεύεις | γέρευε | |
γ' ενικ. | γερεύει | γέρευε | θα γερεύει | να γερεύει | ||
α' πληθ. | γερεύουμε | γερεύαμε | θα γερεύουμε | να γερεύουμε | ||
β' πληθ. | γερεύετε | γερεύατε | θα γερεύετε | να γερεύετε | γερεύετε | |
γ' πληθ. | γερεύουν(ε) | γέρευαν γερεύαν(ε) |
θα γερεύουν(ε) | να γερεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γέρεψα | θα γερέψω | να γερέψω | γερέψει | ||
β' ενικ. | γέρεψες | θα γερέψεις | να γερέψεις | γέρεψε | ||
γ' ενικ. | γέρεψε | θα γερέψει | να γερέψει | |||
α' πληθ. | γερέψαμε | θα γερέψουμε | να γερέψουμε | |||
β' πληθ. | γερέψατε | θα γερέψετε | να γερέψετε | γερέψτε | ||
γ' πληθ. | γέρεψαν γερέψαν(ε) |
θα γερέψουν(ε) | να γερέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γερέψει | είχα γερέψει | θα έχω γερέψει | να έχω γερέψει | ||
β' ενικ. | έχεις γερέψει | είχες γερέψει | θα έχεις γερέψει | να έχεις γερέψει | ||
γ' ενικ. | έχει γερέψει | είχε γερέψει | θα έχει γερέψει | να έχει γερέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε γερέψει | είχαμε γερέψει | θα έχουμε γερέψει | να έχουμε γερέψει | ||
β' πληθ. | έχετε γερέψει | είχατε γερέψει | θα έχετε γερέψει | να έχετε γερέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν γερέψει | είχαν γερέψει | θα έχουν γερέψει | να έχουν γερέψει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία γερεύω
|