αξιολύπητα
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αξιολύπητα < αξιολύπητος + -α
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
αξιολύπητα
- με αξιολύπητο τρόπο
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
αξιολύπητα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αξιολύπητος