Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pitoyable pitoyables

pitoyable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (παρωχημένο) συμπονετικός
  2. αξιολύπητος, αξιοθρήνητος
  3. οικτρός


Συγγενικά

επεξεργασία