Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pitié pitiés

pitié (fr) θηλυκό

  1. ο οίκτος
  2. το έλεος

Συγγενικά

επεξεργασία