→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / φιλεύσπλαγχνος τὸ φιλεύσπλαγχνον
      γενική τοῦ/τῆς φιλευσπλάγχνου τοῦ φιλευσπλάγχνου
      δοτική τῷ/τῇ φιλευσπλάγχν τῷ φιλευσπλάγχν
    αιτιατική τὸν/τὴν φιλεύσπλαγχνον τὸ φιλεύσπλαγχνον
     κλητική ! φιλεύσπλαγχνε φιλεύσπλαγχνον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ φιλεύσπλαγχνοι τὰ φιλεύσπλαγχν
      γενική τῶν φιλευσπλάγχνων τῶν φιλευσπλάγχνων
      δοτική τοῖς/ταῖς φιλευσπλάγχνοις τοῖς φιλευσπλάγχνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς φιλευσπλάγχνους τὰ φιλεύσπλαγχν
     κλητική ! φιλεύσπλαγχνοι φιλεύσπλαγχν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φιλευσπλάγχνω τὼ φιλευσπλάγχνω
      γεν-δοτ τοῖν φιλευσπλάγχνοιν τοῖν φιλευσπλάγχνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φιλεύσπλαγχνος < φίλος (φιλ-) + αρχαία ελληνική εὔσπλαγχνος

  Επίθετο

επεξεργασία

φιλεύσπλαγχνος, -ος, -οω