φιλεύσπλαγχνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλεύσπλαγχνος < φίλος (φιλ-) + αρχαία ελληνική εὔσπλαγχνος
Επίθετο
επεξεργασίαφιλεύσπλαγχνος, -ος, -οω
Πηγές
επεξεργασία- φιλεύσπλαγχνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.