πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οπισθοδρόμηση οι οπισθοδρομήσεις
      γενική της οπισθοδρόμησης* των οπισθοδρομήσεων
    αιτιατική την οπισθοδρόμηση τις οπισθοδρομήσεις
     κλητική οπισθοδρόμηση οπισθοδρομήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, οπισθοδρομήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
οπισθοδρόμηση < οπισθοδρομώ, οπισθοδρομη- + -σις > -ση < οπισθο- + δρόμος
ΔΦΑ : /o.pi.sθoˈðɾo.mi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οπισθοδρόμηση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

οπισθοδρόμηση θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του οπισθοδρομώ
  2. (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του οπισθοδρομώ

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία