Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεσαιωνοδίφης οι μεσαιωνοδίφες
      γενική του μεσαιωνοδίφη των μεσαιωνοδιφών
    αιτιατική τον μεσαιωνοδίφη τους μεσαιωνοδίφες
     κλητική μεσαιωνοδίφη μεσαιωνοδίφες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσαιωνοδίφης < μεσαίων(ας) + -ο- + -δίφης, (μαρτυρείται από το 1865)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.se.o.noˈði.fis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐σαι‐ω‐νο‐δί‐φης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεσαιωνοδίφης αρσενικό

  • ο ιστορικός που ασχολείται με την έρευνα της μεσαιωνικής περιόδου

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)