• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

-δίφης

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθημα
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

-δίφης < αρχαία ελληνική διφάω / διφῶ

  ΕπίθημαΕπεξεργασία

-δίφης

  • επίθημα που δείχνει κάποιον που ψάχνει, που ερευνά επισταμένως ό,τι δηλώνει το α' συνθετικό

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • αθηναιοδίφης
  • αναδίφηση
  • αναδιφητής
  • αναδιφώ
  • αρχαιοδίφης
  • αρχαιοδιφικός
  • αρχειοδίφης
  • αρχειοδιφικός
  • ιστοριοδίφης
  • ιστοριοδιφία
  • ιστοριοδιφικός
  • ιστοριοδίφισσα
  • φυσιοδίφης
  • φυσιοδιφικός

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    -δίφης
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=-δίφης&oldid=3621778"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Μαΐου 2016, στις 17:25

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Μαΐου 2016, στις 17:25.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie