-δίφης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- -δίφης < αρχαία ελληνική διφάω / διφῶ
Επίθημα επεξεργασία
-δίφης
Συγγενικά επεξεργασία
- αθηναιοδίφης
- αναδίφηση
- αναδιφητής
- αναδιφώ
- αρχαιοδίφης
- αρχαιοδιφικός
- αρχειοδίφης
- αρχειοδιφικός
- ιστοριοδίφης
- ιστοριοδιφία
- ιστοριοδιφικός
- ιστοριοδίφισσα
- φυσιοδίφης
- φυσιοδιφικός
Μεταφράσεις επεξεργασία
-δίφης
|