Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φυσιοδιφικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φυσιοδιφικ
ός
η
φυσιοδιφικ
ή
το
φυσιοδιφικ
ό
γενική
του
φυσιοδιφικ
ού
της
φυσιοδιφικ
ής
του
φυσιοδιφικ
ού
αιτιατική
τον
φυσιοδιφικ
ό
τη
φυσιοδιφικ
ή
το
φυσιοδιφικ
ό
κλητική
φυσιοδιφικ
έ
φυσιοδιφικ
ή
φυσιοδιφικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φυσιοδιφικ
οί
οι
φυσιοδιφικ
ές
τα
φυσιοδιφικ
ά
γενική
των
φυσιοδιφικ
ών
των
φυσιοδιφικ
ών
των
φυσιοδιφικ
ών
αιτιατική
τους
φυσιοδιφικ
ούς
τις
φυσιοδιφικ
ές
τα
φυσιοδιφικ
ά
κλητική
φυσιοδιφικ
οί
φυσιοδιφικ
ές
φυσιοδιφικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φυσιοδιφικός
<
φυσιοδίφης
Επίθετο
επεξεργασία
φυσιοδιφικός, -ή, -ό
σχετικός με τη συστηματική, λεπτομερή
έρευνα
της
φύσης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φυσιοδιφικός