↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η φυσιοδίφης οι φυσιοδίφες
      γενική του
του/της
φυσιοδίφη
φυσιοδίφου
των φυσιοδιφών
    αιτιατική τον/τη φυσιοδίφη τους/τις φυσιοδίφες
     κλητική φυσιοδίφη
(φυσιοδίφα)
φυσιοδίφες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ου, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «λιμενάρχης».
Και παλιότερη λόγια μορφή κλητικής ενικού σε ύφος επίσημο ή ειρωνικό.
Κατηγορία όπως «λιμενάρχης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φυσιοδίφης < φυσιο- + -δίφης < αρχαία ελληνική διφάω-ῶ (ψάχνω καλά)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φυσιοδίφης αρσενικό ή θηλυκό (γενική: και φυσιοδίφου)

  • (επάγγελμα) που ερευνά λεπτομερειακά τη φύση, κυρίως τα ζώα, τα φυτά και τα ορυκτά
    Δαρβίνος, ο φυσιοδίφης που άλλαξε τον κόσμο[1]
  1. Ο μεγάλος Σουηδός φυσιοδίφης Κάρολος Λινναίος (Carolos Linnaeous ή Carl Linne 1707-1778) ήταν εκείνος που τοποθέτησε έναν ακόμη σημαντικό θεμελιώδη λίθο στο οικοδόμημα των φυσικών επιστημών.[2]

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ΤΑ ΝΕΑ, Δαρβίνος, ο φυσιοδίφης που άλλαξε τον κόσμο 
  2. Σπυρίδων Β. Παυλίδης, Καθηγητής Γεωλογίας Α.Π.Θ., ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ