διφάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δῑφάω < προελληνική [1]
Ρήμα
επεξεργασίαδῑφάω/δῑφῶ (μόνο στον ενεστώτα)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- στα νέα ελληνικά: αναδιφώ
- στα νέα ελληνικά: ιστοριοδίφης
- στα νέα ελληνικά: φυσιοδίφης
Αναφορές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- διφάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διφάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.