γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική διφῶν διφῶσ τὸ διφῶν
      γενική τοῦ διφῶντος τῆς διφώσης τοῦ διφῶντος
      δοτική τῷ διφῶντ τῇ διφώσ τῷ διφῶντ
    αιτιατική τὸν διφῶντ τὴν διφῶσᾰν τὸ διφῶν
     κλητική ! διφῶν διφῶσ διφῶν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ διφῶντες αἱ διφῶσαι τὰ διφῶντ
      γενική τῶν διφώντων τῶν διφωσῶν τῶν διφώντων
      δοτική τοῖς διφῶσῐ(ν) ταῖς διφώσαις τοῖς διφῶσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς διφῶντᾰς τὰς διφώσᾱς τὰ διφῶντ
     κλητική ! διφῶντες διφῶσαι διφῶντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διφῶντε τὼ διφώσ τὼ διφῶντε
      γεν-δοτ τοῖν διφώντοιν τοῖν διφώσαιν τοῖν διφώντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'τιμῶν' όπως «τιμῶν» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

διφῶν, -ῶσα, -ῶν

  • συνηρημένη μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διφῶ του διφάω
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 747 (746-749)
    εἰ δή που καὶ πόντῳ ἐν ἰχθυόεντι γένοιτο, | πολλοὺς ἂν κορέσειεν ἀνὴρ ὅδε τήθεα διφῶν, | νηὸς ἀποθρῴσκων, εἰ καὶ δυσπέμφελος εἴη, | ὡς νῦν ἐν πεδίῳ ἐξ ἵππων ῥεῖα κυβιστᾷ.
    μες στο ιχθυοφόρο πέλαγος αν τύχαινεν εκείνος, | και μέσα στ᾽ άγρια κύματα θα επήδ᾽ από την πλώρην | να ψάξει στρείδια και πολλούς μ᾽ εκείνα να χορτάσει· | τόσο εύκολ᾽ απ᾽ την άμαξα στο σιάδι αυτός βουτάει·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 374 (373-375)
    μηδὲ γυνή σε νόον πυγοστόλος ἐξαπατάτω | αἱμύλα κωτίλλουσα, τεὴν διφῶσα καλιήν· | ὃς δὲ γυναικὶ πέποιθε, πέποιθ᾽ ὅ γε φιλήτῃσιν.
    Και μη σου εξαπατά το νου γυναίκα με στολισμένα πισινά | σαν φλυαρεί χαριτωμένα την ώρα που την έπιασες να εξερευνά την αποθήκη σου. | Όποιος γυναίκα εμπιστεύεται, απατεώνα εμπιστεύεται.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr