διφῶν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαδιφῶν, -ῶσα, -ῶν
- συνηρημένη μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διφῶ του διφάω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 747 (746-749)
- εἰ δή που καὶ πόντῳ ἐν ἰχθυόεντι γένοιτο, | πολλοὺς ἂν κορέσειεν ἀνὴρ ὅδε τήθεα διφῶν, | νηὸς ἀποθρῴσκων, εἰ καὶ δυσπέμφελος εἴη, | ὡς νῦν ἐν πεδίῳ ἐξ ἵππων ῥεῖα κυβιστᾷ.
- μες στο ιχθυοφόρο πέλαγος αν τύχαινεν εκείνος, | και μέσα στ᾽ άγρια κύματα θα επήδ᾽ από την πλώρην | να ψάξει στρείδια και πολλούς μ᾽ εκείνα να χορτάσει· | τόσο εύκολ᾽ απ᾽ την άμαξα στο σιάδι αυτός βουτάει·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- εἰ δή που καὶ πόντῳ ἐν ἰχθυόεντι γένοιτο, | πολλοὺς ἂν κορέσειεν ἀνὴρ ὅδε τήθεα διφῶν, | νηὸς ἀποθρῴσκων, εἰ καὶ δυσπέμφελος εἴη, | ὡς νῦν ἐν πεδίῳ ἐξ ἵππων ῥεῖα κυβιστᾷ.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 374 (373-375)
- μηδὲ γυνή σε νόον πυγοστόλος ἐξαπατάτω | αἱμύλα κωτίλλουσα, τεὴν διφῶσα καλιήν· | ὃς δὲ γυναικὶ πέποιθε, πέποιθ᾽ ὅ γε φιλήτῃσιν.
- Και μη σου εξαπατά το νου γυναίκα με στολισμένα πισινά | σαν φλυαρεί χαριτωμένα την ώρα που την έπιασες να εξερευνά την αποθήκη σου. | Όποιος γυναίκα εμπιστεύεται, απατεώνα εμπιστεύεται.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- μηδὲ γυνή σε νόον πυγοστόλος ἐξαπατάτω | αἱμύλα κωτίλλουσα, τεὴν διφῶσα καλιήν· | ὃς δὲ γυναικὶ πέποιθε, πέποιθ᾽ ὅ γε φιλήτῃσιν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 747 (746-749)
Πηγές
επεξεργασία- διφάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διφάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ΜΟΡΦΩ@ΛΟΓΕΙΟΝ