αἱμύλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | αἱμύλος | ἡ | αἱμύλη & αἱμύλος |
τὸ | αἱμύλον |
γενική | τοῦ | αἱμύλου | τῆς | αἱμύλης & αἱμύλου |
τοῦ | αἱμύλου |
δοτική | τῷ | αἱμύλῳ | τῇ | αἱμύλῃ & αἱμύλῳ |
τῷ | αἱμύλῳ |
αιτιατική | τὸν | αἱμύλον | τὴν | αἱμύλην & αἱμύλον |
τὸ | αἱμύλον |
κλητική ὦ! | αἱμύλε | αἱμύλη & αἱμύλε |
αἱμύλον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | αἱμύλοι | αἱ | αἱμύλαι & αἱμύλοι |
τὰ | αἱμύλᾰ |
γενική | τῶν | αἱμύλων | τῶν | αἱμύλων & αἱμύλων |
τῶν | αἱμύλων |
δοτική | τοῖς | αἱμύλοις | ταῖς | αἱμύλαις & αἱμύλοις |
τοῖς | αἱμύλοις |
αιτιατική | τοὺς | αἱμύλους | τὰς | αἱμύλᾱς & αἱμύλους |
τὰ | αἱμύλᾰ |
κλητική ὦ! | αἱμύλοι | αἱμύλαι & αἱμύλοι |
αἱμύλᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἱμύλω | τὼ | αἱμύλᾱ & αἱμύλω |
τὼ | αἱμύλω |
γεν-δοτ | τοῖν | αἱμύλοιν | τοῖν | αἱμύλαιν & αἱμύλοιν |
τοῖν | αἱμύλοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ὕπατος' όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αἱμύλος < + -ύλος → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίααἱμύλος, -η, -ον ή -ος, -ος, -ον, υπερθετικός : αἱμυλώτατος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- αἱμύλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αἱμύλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- αἱμύλος - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.