Δείτε επίσης: Αἰμύλιος, Αιμύλιος
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / αἱμύλιος τὸ αἱμύλιον
      γενική τοῦ/τῆς αἱμυλίου τοῦ αἱμυλίου
      δοτική τῷ/τῇ αἱμυλί τῷ αἱμυλί
    αιτιατική τὸν/τὴν αἱμύλιον τὸ αἱμύλιον
     κλητική ! αἱμύλιε αἱμύλιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ αἱμύλιοι τὰ αἱμύλι
      γενική τῶν αἱμυλίων τῶν αἱμυλίων
      δοτική τοῖς/ταῖς αἱμυλίοις τοῖς αἱμυλίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς αἱμυλίους τὰ αἱμύλι
     κλητική ! αἱμύλιοι αἱμύλι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ αἱμυλίω τὼ αἱμυλίω
      γεν-δοτ τοῖν αἱμυλίοιν τοῖν αἱμυλίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αἱμύλιος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

αἱμύλιος, -ος, -ον

  • άλλη μορφή του αἱμύλος
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 56 (55-57)
    τοῦ θυγάτηρ δύστηνον ὀδυρόμενον κατερύκει, | αἰεὶ δὲ μαλακοῖσι καὶ αἱμυλίοισι λόγοισι | θέλγει, ὅπως Ἰθάκης ἐπιλήσεται·
    Η θυγατέρα του λοιπόν τον Οδυσσέα κατακρατεί, δύστυχο κι οδυρόμενο· | λόγια γλυκά προφέροντας και μαλακά σαν χάδια, | τον θέλγει ακατάπαυστα, για να ξεχάσει την Ιθάκη.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 890 (888-891)
    ἀλλ᾽ ὅτε δὴ ἄρ᾽ ἔμελλε θεὰν γλαυκῶπιν Ἀθήνην | τέξεσθαι, τότ᾽ ἔπειτα δόλῳ φρένας ἐξαπατήσας | αἱμυλίοισι λόγοισιν ἑὴν ἐσκάτθετο νηδύν, | Γαίης φραδμοσύνῃσι καὶ Οὐρανοῦ ἀστερόεντος·
    Μα όταν πια τη θεά Αθηνά, την αστραπόματη, έμελλε | εκείνη να γεννήσει, τότε με δόλο το νου της ο Δίας τον ξεγέλασε | και με χαριτωμένα λόγια στην κοιλιά του την κατάπιε, | με συμβουλές της Γης και του Ουρανού που ᾽ναι γεμάτος άστρα.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr