Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναδιφητής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αναδιφητ
ής
οι
αναδιφητ
ές
γενική
του
αναδιφητ
ή
των
αναδιφητ
ών
αιτιατική
τον
αναδιφητ
ή
τους
αναδιφητ
ές
κλητική
αναδιφητ
ή
αναδιφητ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αναδιφητής
<
αναδιφώ
+
-ητής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αναδιφητής
αρσενικό
(
λόγιο
) αυτός που
αναδιφά
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
αναδιφώ
,
ανά
και
-δίφης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναδιφητής