mezepoko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mezepoko | mezepokoj |
αιτιατική | mezepokon | mezepokojn |
mezepoko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mezepoko | mezepokoj |
αιτιατική | mezepokon | mezepokojn |
mezepoko (eo)