Ετυμολογία

επεξεργασία
mez- < ιταλική mezzo, γαλλική méso-, ελληνική μέσο

mez- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: μεσαίος

Παράγωγα

επεξεργασία