mezaĝa
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mezaĝa | mezaĝaj |
αιτιατική | mezaĝan | mezaĝajn |
mezaĝa (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mezaĝa | mezaĝaj |
αιτιατική | mezaĝan | mezaĝajn |
mezaĝa (eo)