Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός impassable
συγκριτικός more impassable
υπερθετικός most impassable

  Ετυμολογία επεξεργασία

impassable < im- + passable

  Επίθετο επεξεργασία

impassable (en)

  • δεν περνιέται
    This road is impassable in the winter.
    Αυτός ο δρόμος δεν περνιέται το χειμώνα.

  Πηγές επεξεργασία