tolerable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | tolerable |
συγκριτικός | more tolerable |
υπερθετικός | most tolerable |
Επίθετο
επεξεργασίαtolerable (en)
- ανεκτός, αρκετά καλό, αλλά όχι της καλύτερης ποιότητας
- ⮡ -“What was the food like?” -“Tolerable.”
- -«Πώς ήταν το φαΐ;» -«Ανεκτό.»
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη satisfactory
- ⮡ -“What was the food like?” -“Tolerable.”
- ανεκτός, που μπορώ να δεχτώ ή να αντέξω, αν και δυσάρεστο
- ⮡ His behaviour was hardly tolerable.
- Το φέρσιμό του μόλις που ήταν ανεκτό.
- ⮡ His behaviour was hardly tolerable.
Πηγές
επεξεργασία- tolerable - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 63. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανεκτός