παραθετικά
θετικός tolerable
συγκριτικός more tolerable
υπερθετικός most tolerable

  Επίθετο

επεξεργασία

tolerable (en)

  1. ανεκτός, αρκετά καλό, αλλά όχι της καλύτερης ποιότητας
    ⮡  -“What was the food like?” -“Tolerable.
    -«Πώς ήταν το φαΐ;» -«Ανεκτό
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη satisfactory
  2. ανεκτός, που μπορώ να δεχτώ ή να αντέξω, αν και δυσάρεστο
    ⮡  His behaviour was hardly tolerable.
    Το φέρσιμό του μόλις που ήταν ανεκτό.