copyright
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
copyright | copyrights |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcopyright (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- το δικαίωμα του κοπιράιτ, τα πνευματικά δικαιώματα
- το σύμβολο ©
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcopyright (fr) αρσενικό