ενικός         πληθυντικός  
copyright copyrights

  Ετυμολογία

επεξεργασία
copyright < copy + right

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

copyright (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. το δικαίωμα του κοπιράιτ, τα πνευματικά δικαιώματα
  2. το σύμβολο ©



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

copyright (fr) αρσενικό

  1. κοπιράιτ