παραθετικά
θετικός correctly
συγκριτικός more correctly
υπερθετικός most correctly

  Ετυμολογία

επεξεργασία
correctly < correct + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

correctly (en)

  • σωστά, με σωστό τρόπο
    ⮡  The student didn’t correctly calculate the radius of the circle.
    Ο μαθητής δεν υπολόγισε σωστά την ακτίνα του κύκλου.