εναπομένω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εναπομένω < ελληνιστική κοινή ἐναπομένω < ἐν + ἀπομένω < ἀπό + αρχαία ελληνική μένω
Ρήμα επεξεργασία
εναπομένω
- άλλη μορφή του απομένω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εναπομένω
|
εναπομένω
|