υπολειμματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπολειμματικός < υπόλειμμα
Επίθετο
επεξεργασίαυπολειμματικός, -ή, -ό
- σχετικός με ένα υπόλειμμα
- (λογιστική) υπολειμματική αξία: (συνήθως για πάγιο) η αξία πώλησης για ανακύκλωση ενός άχρηστου περιουσιακού στοιχείου