Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

residual

  1. απομένων, παραμένων, υπολειπόμενος, που παραμένει
    Συνώνυμα: remaining
  2. (λογιστική) residual value: υπολειμματική αξία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

residual

Δείτε επίσης επεξεργασία