ενικός         πληθυντικός  
remainder remainders

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

remainder (en)

  1. (συνήθως the remainder) το υπόλοιπο, τα υπόλοιπα
    ⮡  keep the remainder of the money - κράτησε το υπόλοιπο των χρημάτων
    ⮡  Two of the children were fishing and the remainder went swimming.
    Δυο από τα παιδιά ψάρευαν και τα υπόλοιπα κολυμπούσαν.
     συνώνυμα: the rest
  2. (μετρήσιμο, συνήθως ενικός, μαθηματικά) το υπόλοιπο
    ⮡  the remainder of a division - το υπόλοιπο διαίρεσης