Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραμένων η παραμένουσα το παραμένον
      γενική του παραμένοντος της παραμένουσας
παραμενούσης*
του παραμένοντος
    αιτιατική τον παραμένοντα την παραμένουσα το παραμένον
     κλητική παραμένων παραμένουσα παραμένον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραμένοντες οι παραμένουσες τα παραμένοντα
      γενική των παραμενόντων των παραμενουσών των παραμενόντων
    αιτιατική τους παραμένοντες τις παραμένουσες τα παραμένοντα
     κλητική παραμένοντες παραμένουσες παραμένοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

παραμένων

  Μεταφράσεις επεξεργασία