abandonnique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
abandonnique | abandonniques |
abandonnique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που φοβάται μην τον εγκαταλείψουν
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
abandonnique | abandonniques |
abandonnique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που φοβάται μην τον εγκαταλείψουν
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη abandon