Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
abandonnique abandonniques

abandonnique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που φοβάται μην τον εγκαταλείψουν

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
abandonnique abandonniques

abandonnique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που φοβάται μην τον εγκαταλείψουν

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη abandon