Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αφήνω στον τόπο < → δείτε τις λέξεις αφήνω, στον και τόπος στην αιτιατική ενικού

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈfi.no ston‿ˈdo.po/
 

  ΈκφρασηΕπεξεργασία

αφήνω στον τόπο

  • χτυπώ κάποιον τόσο δυνατά που τον σκοτώνω ακαριαία
    ※ Θύματα ενός ρατσιστικού εγκλήματος. Εκείνος που πυροβόλησε πριν από έξι χρόνια κοντά στην Ομόνοια, αυτός που άλλους τους άφησε στον τόπο, είχε βγει οπλισμένος για να σκοτώσει Κούρδους και μαύρους. Ξένους με ξένο χρώμα.
    Δημήτρης Καστριώτης, Προς την ομόνοια, Η Καθημερινή, 19 Ιουνίου 2005

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία