αφήνω στον τόπο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΈκφρασηΕπεξεργασία
αφήνω στον τόπο
- χτυπώ κάποιον τόσο δυνατά που τον σκοτώνω ακαριαία
- ※ Θύματα ενός ρατσιστικού εγκλήματος. Εκείνος που πυροβόλησε πριν από έξι χρόνια κοντά στην Ομόνοια, αυτός που άλλους τους άφησε στον τόπο, είχε βγει οπλισμένος για να σκοτώσει Κούρδους και μαύρους. Ξένους με ξένο χρώμα.
- Δημήτρης Καστριώτης, Προς την ομόνοια, Η Καθημερινή, 19 Ιουνίου 2005
- ※ Θύματα ενός ρατσιστικού εγκλήματος. Εκείνος που πυροβόλησε πριν από έξι χρόνια κοντά στην Ομόνοια, αυτός που άλλους τους άφησε στον τόπο, είχε βγει οπλισμένος για να σκοτώσει Κούρδους και μαύρους. Ξένους με ξένο χρώμα.
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αφήνω στον τόπο
|
ΠηγέςΕπεξεργασία
- τόπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- αφήνω στον τόπο - Ιδιωματικές εκφράσεις στο ΙΔΙΟΝ, Ινστιτούτο Επεξεργασίας του Λόγου.