αφήνω μπουκάλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈfi.no buˈka.la/
Έκφραση επεξεργασία
αφήνω μπουκάλα
- εγκαταλείπω χωρίς να πραγματοποιήσω τις υποσχέσεις μου
- ※ Μάλλον ο Αρχιεπίσκοπος άφησε μπουκάλα τη Γιάννα γιατί, με τα κανάλια να ασχολούνται μόνο με τον πόλεμο στο Ιράκ, η εκδήλωση θα περνούσε ντούκου!
- Εδώ 2004, Τα Νέα, 21 Μαρτίου 2003
- ※ Μάλλον ο Αρχιεπίσκοπος άφησε μπουκάλα τη Γιάννα γιατί, με τα κανάλια να ασχολούνται μόνο με τον πόλεμο στο Ιράκ, η εκδήλωση θα περνούσε ντούκου!
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αφήνω μπουκάλα
|
Πηγές επεξεργασία
- αφήνω μπουκάλα - Ιδιωματικές εκφράσεις στο ΙΔΙΟΝ, Ινστιτούτο Επεξεργασίας του Λόγου.