Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπουκάλα οι μπουκάλες
      γενική της μπουκάλας
    αιτιατική την μπουκάλα τις μπουκάλες
     κλητική μπουκάλα μπουκάλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπουκάλα < μπουκάλ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπουκάλα θηλυκό

  1. μεγάλο μπουκάλι και, συνήθως, με μεγάλο στόμιο
  2. μακρόστενο κυλινδρικό δοχείο για αέρια
    είναι πολύ δύσκολο να βρεις σήμερα άδεια μπουκάλα γκαζιού
  3. (κατ’ επέκταση) το περιεχόμενο αυτού του δοχείου σαν μονάδα
  4. (συνεκδοχικά) παρεΐστικο παιχνίδι όπου κάθονται όλοι σε κύκλο ενώ κάθε φορά ένας παίκτης στριφογυρίζει στο πάτωμα κάποιο μπουκάλι και υποχρεώνει όποιον δείχνει το στόμιο, όταν σταματήσει να γυρίζει, να κάνει κάτι (είτε προσυμφωνημένο είτε κάτι που αποφασίζεται εκείνη τη στιγμή)

Συνώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • αφήνω μπουκάλα (κάποιον):
    1. δεν εκπληρώνω τις υποχρεώσεις μου απέναντι σε κάποιον, δεν του δίνω (ή δεν κάνω) αυτό που περίμενε
    2. αφήνω κάποιον μόνο του
    της είπε ότι θα βρεθούν το απόγευμα αλλά τελικά πήγε με άλλην και αυτήν την άφησε μπουκάλα
  • μένω μπουκάλα:
    1. με αφήνουν μπουκάλα
    2. (μεταφορικά) μένω ανύπαντρη/ος

  Μεταφράσεις επεξεργασία