αφέλειες
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αφέλειες < (μαρτυρείται από το 1892)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αφέλειες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- τα μαλλιά που αφήνονται ελεύθερα μπροστά και καλύπτουν το κούτελο
Μεταφράσεις επεξεργασία
αφέλειες
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
αφέλειες θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αφέλεια