Ετυμολογία

επεξεργασία

νεανικά < νεανικός

  Επίρρημα

επεξεργασία

νεανικά

  1. με νεανικό τρόπο
    ντύνεται νεανικά παρά την ηλικία του

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

νεανικά