ὥριμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ὥριμος | τὸ ὥριμον | οἱ, αἱ ὥριμοι | τὰ ὥριμα |
Γενική | τοῦ, τῆς ὡρίμου | τοῦ ὡρίμου | τῶν ὡρίμων | τῶν ὡρίμων |
Δοτική | τῷ, τῇ ὡρίμῳ | τῷ ὡρίμῳ | τοῖς, ταῖς ὡρίμοις | τοῖς ὡρίμοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ὥριμον | τὸ ὥριμον | τοὺς, τὰς ὡρίμους | τὰ ὥριμα |
Κλητική | ὥριμε | ὥριμον | ὥριμοι | ὥριμα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ὡρίμω | |||
Γενική-Δοτική | ὡρίμοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὥριμος < ὥρα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαὥρῐμος, -ος, -ον, υπερθετικός βαθμός: ὡριμώτατος
- ώριμος, στην ώρα του
- (ουδέτερο) τὸ ὥριμον (πιθανόν και ως ουσιαστικό) : το άνθος της ηλικίας
Πηγές
επεξεργασία- ὥριμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὥριμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.