Ετυμολογία

επεξεργασία
ὡραῖα < ὡραῖος

  Επίρρημα

επεξεργασία

ὡραῖα

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ὡραῖα



  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
ὡραῖα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ὡραῖος στον πληθυντικό < ὥρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὡραῖα

  1. τα ώριμα φρούτα, η παραγωγή φρούτων
    ⮡  χαλεπωτέραν ἕξουσι τὴν κατακομιδὴν τῶν ὡραίων (: θα δυσκολευθούν να μεταφέρουν <στα πλοία για εξαγωγή> την παραγωγή τους)
    ⮡  ὅσα ἐστὶ τρωκτὰ ὡραῖα (που ήταν φαγώσιμα φρούτα < ή που ήταν καρποί που τρώγονται ωμοί>)
  2. η έμμηνος ρύση των κοριτσιών, κυρίως η πρώτη, όταν δηλαδή από οργανική άποψη έμπαιναν πλέον τα κορίτσια στην αναπαραγωγική ηλικία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
ὡραῖα: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ὡραῖα