ἄωρος
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἄωρος | τὸ | ἄωρον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀώρου | τοῦ | ἀώρου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀώρῳ | τῷ | ἀώρῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἄωρον | τὸ | ἄωρον | ||
κλητική ὦ! | ἄωρε | ἄωρον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἄωροι | τὰ | ἄωρᾰ | ||
γενική | τῶν | ἀώρων | τῶν | ἀώρων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀώροις | τοῖς | ἀώροις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀώρους | τὰ | ἄωρᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἄωροι | ἄωρᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀώρω | τὼ | ἀώρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀώροιν | τοῖν | ἀώροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἄωρος, -ος, -ον
Συγγενικά
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- ἄωρος < ἀείρω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαἄωρος, -ος, -ον
Ετυμολογία 3
επεξεργασία- ἄωρος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἄωρος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- ἄωρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄωρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.