Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.



Δείτε επίσης: άωρος
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἄωρος τὸ ἄωρον
      γενική τοῦ/τῆς ἀώρου τοῦ ἀώρου
      δοτική τῷ/τῇ ἀώρ τῷ ἀώρ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄωρον τὸ ἄωρον
     κλητική ! ἄωρε ἄωρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἄωροι τὰ ἄωρ
      γενική τῶν ἀώρων τῶν ἀώρων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀώροις τοῖς ἀώροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀώρους τὰ ἄωρ
     κλητική ! ἄωροι ἄωρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀώρω τὼ ἀώρω
      γεν-δοτ τοῖν ἀώροιν τοῖν ἀώροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄωρος < ἄ- στερητικό + ὥρ(α) + -ος / -ωρος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἄωρος, -ος, -ον

  1. άωρος, άκαιρος
  2. άωρος, άγουρος

Συγγενικά

επεξεργασία


  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
ἄωρος < ἀείρω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

ἄωρος, -ος, -ον

  Ετυμολογία 3

επεξεργασία
ἄωρος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἄωρος αρσενικό