Ετυμολογία

επεξεργασία
αὐτόρρυτος < αὐτός + ῥέω

  Επίθετο

επεξεργασία

αὐτόρρυτος ( & επικός τύπος  αὐτόρυτος )

  • που κυλάει από μόνος του