ἀγρέω

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • προστακτική: ἄγρει και ἀγρεῖτε (επιρρηματική χρήση)
    1. εμπρός, γρήγορα, λοιπόν, άντε, κουνηθείτε
      ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 20 (υ. Τὰ πρὸ τῆς μνηστηροφονίας.), στίχ. 140 ἀγρεῖθ᾽, αἱ μὲν δῶμα κορήσατε ποιπνύσασαι, ῥάσσατέ τ᾽, ἔν τε θρόνοις εὐποιήτοισι τάπητας βάλλετε πορφυρέους
      Σαλέψτε ἐσεῖς, τὸ πάτωμα σκουπίστε καὶ ραντίστε, καὶ στὰ καλόφτιαστα θρονιὰ ρίξτε χαλιὰ πορφύρα
      Mετάφραση: Αργύρης Εφταλιώτης.
    2. αλλά και κανονικά, συχνά με την έννοια πάρε
      ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 765 τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς: ἄγρει μάν οἱ ἔπορσον Ἀθηναίην ἀγελείην, ἥ ἑ μάλιστ᾽ εἴωθε κακῇς ὀδύνῃσι πελάζειν
      • Τότες ο μαβροσύγνεφος του Κρόνου γιος της είπε «Ομπρός λοιπόν ! Αμόλα του τη νικοδότρα κόρη, π' απ' όλους πιο πολύ αγαπάει να τον βαριοπαιδέβει»
        Απόδοση: Πάλλης
      • Καὶ ὁ Δίας τῆς ἀπάντησεν ὁ νεφελοσυνάκτης : «Τὴν ἀνδρειωμένην Ἀθηνᾶ σπρῶξε του εὐθὺς ἐπάνω· ποὺ συνηθᾶ μάλιστ, αὐτὴ μ’ ὀδύνες νὰ τὸν πλήττη»
        Μετάφραση: Ιάκωβος Πολυλάς