Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αὐτόσσυτος < αὐτός + σεύομαι

  Επίθετο επεξεργασία

ὁ, ἡ αὐτόσσυτος,ον