αὐτήκοος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ αὐτήκοος | τὸ αὐτήκοον | οἱ, αἱ αὐτήκοοι | τὰ αὐτήκοα |
Γενική | τοῦ, τῆς αὐτηκόου | τοῦ αὐτηκόου | τῶν αὐτηκόων | τῶν αὐτηκόων |
Δοτική | τῷ, τῇ αὐτηκόῳ | τῷ αὐτηκόῳ | τοῖς, ταῖς αὐτηκόοις | τοῖς αὐτηκόοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν αὐτήκοον | τὸ αὐτήκοον | τοὺς, τὰς αὐτηκόους | τὰ αὐτήκοα |
Κλητική | αὐτήκοε | αὐτήκοον | αὐτήκοοι | αὐτήκοα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | αὐτηκόω | |||
Γενική-Δοτική | αὐτηκόοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααὐτήκοος
- ο αυτήκοος, που έχει ακούσει κάτι με τα ίδια του τα αυτιά