αὐτογενής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ αὐτογενής | τὸ αὐτογενές | οἱ, αἱ αὐτογενεῖς | τὰ αὐτογενῆ |
Γενική | τοῦ, τῆς αὐτογενοῦς | τοῦ αὐτογενοῦς | τῶν αὐτογενῶν | τῶν αὐτογενῶν |
Δοτική | τῷ, τῇ αὐτογενεῖ | τῷ αὐτογενεῖ | τοῖς, ταῖς αὐτογενέσι(ν) | τοῖς αὐτογενέσι(ν) |
Αιτιατική | τὸν, τὴν αὐτογενῆ | τὸ αὐτογενές | τοὺς, τὰς αὐτογενεῖς | τὰ αὐτογενῆ |
Κλητική | αὐτογενές | αὐτογενές | αὐτογενεῖς | αὐτογενῆ |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | αὐτογενεῖ | |||
Γενική-Δοτική | αὐτογενοῖν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααὐτογενής,ής,ές
- ο φυσικός, π.χ. ο αυτοφυής, ο αυθόρμητος, το φυσικό κάποιου, το χάρισμά του ή γενικά το πηγαίο στοιχείο του
- ο συγγενής
- το αὐτογενές ως ουσιαστικό σήμαινε το φυτό νάρκισσος και ένα είδος κολοκυθιάς