Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ αὐτοσίδηρος τὸ αὐτοσίδηρον οἱ, αἱ αὐτοσίδηροι τὰ αὐτοσίδηρα
Γενική τοῦ, τῆς αὐτοσιδήρου τοῦ αὐτοσιδήρου τῶν αὐτοσιδήρων τῶν αὐτοσιδήρων
Δοτική τῷ, τῇ αὐτοσιδήρῳ τῷ αὐτοσιδήρῳ τοῖς, ταῖς αὐτοσιδήροις τοῖς αὐτοσιδήροις
Αιτιατική τὸν, τὴν αὐτοσίδηρον τὸ αὐτοσίδηρον τοὺς, τὰς αὐτοσιδήρους τὰ αὐτοσίδηρα
Κλητική αὐτοσίδηρε αὐτοσίδηρον αὐτοσίδηροι αὐτοσίδηρα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική αὐτοσιδήρω
Γενική-Δοτική αὐτοσιδήροιν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αὐτοσίδηρος < αὐτός + σίδηρος

  Επίθετο

επεξεργασία

αὐτοσίδηρος,ος,ον

  1. από καθαρό σίδηρο, σιδερένιος εκατό τα εκατό
  2. ο πολύ σκληρός, ο γερός
    ἅμιλλα αὐτοσίδηρος (σαν φτιαγμένη από καθευατού σίδηρο)