αὐτοσίδηρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ αὐτοσίδηρος | τὸ αὐτοσίδηρον | οἱ, αἱ αὐτοσίδηροι | τὰ αὐτοσίδηρα |
Γενική | τοῦ, τῆς αὐτοσιδήρου | τοῦ αὐτοσιδήρου | τῶν αὐτοσιδήρων | τῶν αὐτοσιδήρων |
Δοτική | τῷ, τῇ αὐτοσιδήρῳ | τῷ αὐτοσιδήρῳ | τοῖς, ταῖς αὐτοσιδήροις | τοῖς αὐτοσιδήροις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν αὐτοσίδηρον | τὸ αὐτοσίδηρον | τοὺς, τὰς αὐτοσιδήρους | τὰ αὐτοσίδηρα |
Κλητική | αὐτοσίδηρε | αὐτοσίδηρον | αὐτοσίδηροι | αὐτοσίδηρα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | αὐτοσιδήρω | |||
Γενική-Δοτική | αὐτοσιδήροιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααὐτοσίδηρος,ος,ον
- από καθαρό σίδηρο, σιδερένιος εκατό τα εκατό
- ο πολύ σκληρός, ο γερός
- ἅμιλλα αὐτοσίδηρος (σαν φτιαγμένη από καθευατού σίδηρο)