Δείτε επίσης: αυθάδης
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / αὐθάδης τὸ αὔθαδες
      γενική τοῦ/τῆς αὐθάδους τοῦ αὐθάδους
      δοτική τῷ/τῇ αὐθάδει τῷ αὐθάδει
    αιτιατική τὸν/τὴν αὐθάδη τὸ αὔθαδες
     κλητική ! αὔθαδες αὔθαδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ αὐθάδεις τὰ αὐθάδη
      γενική τῶν αὐθάδων τῶν αὐθάδων
      δοτική τοῖς/ταῖς αὐθάδεσ(ν) τοῖς αὐθάδεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς αὐθάδεις τὰ αὐθάδη
     κλητική ! αὐθάδεις αὐθάδη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ αὐθάδει τὼ αὐθάδει
      γεν-δοτ τοῖν αὐθάδοιν τοῖν αὐθάδοιν
Απαντά και γενική πληθυντικού αὐθαδῶν (δείτε τα παραθέματα).
3η κλίση, Κατηγορία 'συνήθης' όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
αὐθάδης, ήδη στον Αισχύλο < *αὐτο-Ϝάδης < αὐθ- + θέμα Ϝαδ- όπως στον αόριστο 3ου προσώπου ἔαδε του ἁνδάνω (προσφέρω ευχαρίστηση) (που το βρίσκουμε και στο ἥδομαι, ἡδονή)

αὐθάδης, -ης, αύθαδες, συγκριτικός:αὐθαδέστερος, υπερθετικός: αὐθαδέστατος

Σημειώσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία