αὐτόρριζος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ αὐτόρριζος | τὸ αὐτόρριζον | οἱ, αἱ αὐτόρριζοι | τὰ αὐτόρριζα |
Γενική | τοῦ, τῆς αὐτορρίζου | τοῦ αὐτορρίζου | τῶν αὐτορρίζων | τῶν αὐτορρίζων |
Δοτική | τῷ, τῇ αὐτορρίζῳ | τῷ αὐτορρίζῳ | τοῖς, ταῖς αὐτορρίζοις | τοῖς αὐτορρίζοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν αὐτόρριζον | τὸ αὐτόρριζον | τοὺς, τὰς αὐτορρίζους | τὰ αὐτόρριζα |
Κλητική | αὐτόρριζε | αὐτόρριζον | αὐτόρριζοι | αὐτόρριζα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | αὐτορρίζω | |||
Γενική-Δοτική | αὐτορρίζοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααὐτόρριζος, -ος, -ον
- μαζί με τη ρίζα (του φυτού)
- που ρίζωσε μόνος του
- (μεταφορικά) (για οικογένεια, εστία κ.λπ.) που στήθηκε χωρίς βοήθεια