Δείτε επίσης: αυτόρριζος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ αὐτόρριζος τὸ αὐτόρριζον οἱ, αἱ αὐτόρριζοι τὰ αὐτόρριζα
Γενική τοῦ, τῆς αὐτορρίζου τοῦ αὐτορρίζου τῶν αὐτορρίζων τῶν αὐτορρίζων
Δοτική τῷ, τῇ αὐτορρίζῳ τῷ αὐτορρίζῳ τοῖς, ταῖς αὐτορρίζοις τοῖς αὐτορρίζοις
Αιτιατική τὸν, τὴν αὐτόρριζον τὸ αὐτόρριζον τοὺς, τὰς αὐτορρίζους τὰ αὐτόρριζα
Κλητική αὐτόρριζε αὐτόρριζον αὐτόρριζοι αὐτόρριζα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική αὐτορρίζω
Γενική-Δοτική αὐτορρίζοιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

αὐτόρριζος < αὐτός + ῥίζα

  Επίθετο επεξεργασία

αὐτόρριζος, -ος, -ον

  1. μαζί με τη ρίζα (του φυτού)
  2. που ρίζωσε μόνος του
  3. (μεταφορικά) (για οικογένεια, εστία κ.λπ.) που στήθηκε χωρίς βοήθεια