ριζώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ριζώνω < αρχαία ελληνική ῥιζόω / ῥιζῶ < ῥίζα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wréh₂ds (ρίζα)
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαριζώνω
- (κυριολεκτικά) βγάζω ρίζες
- (μεταφορικά) ζω για καιρό σε κάποιο τόπο κι έχω δεθεί με πρόσωπα και πράγματα σ’ αυτόν