• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ριζώνω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ρήμα
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ριζώνω < αρχαία ελληνική ῥιζόω / ῥιζῶ < ῥίζα < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *wréh₂ds (ρίζα)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾiˈzo.no/

  ΡήμαΕπεξεργασία

ριζώνω

  1. (κυριολεκτικά) βγάζω ρίζες
    ≈ συνώνυμα: ριζοβολώ
  2. (μεταφορικά) ζω για καιρό σε κάποιο τόπο κι έχω δεθεί με πρόσωπα και πράγματα σ’ αυτόν

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • αποξεριζώνω
  • εκριζώνω
  • ξεριζώνω
  • ξερίζωμα
  • ξεριζωμός
  • ρίζωμα
  • → δείτε τη λέξη ρίζα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ριζώνω
  • αγγλικά : root (en)
  • γαλλικά : s'enraciner (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ριζώνω&oldid=5510821"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 08:33

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 08:33.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie