Δείτε επίσης: ῥιζοβολῶ, τριζοβολώ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ριζοβολώ < ελληνιστική κοινή ῥιζοβολέω / ῥιζοβολῶ < αρχαία ελληνική ῥίζα + βάλλω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɾi.zo.voˈlo/

ριζοβολώ

  1. (κυριολεκτικά) βγάζω ή απλώνω ρίζες
    Οποιοδήποτε μέρος του φυτού ριζοβολά, κάνοντας πολύ εύκολη την αναπαραγωγή του. (*)
  2. (μεταφορικά) σταθεροποιούμαι και αρχίζω και αναπτύσσομαι
    «Όποια των φύλλων η γενιά τέτοια και των ανθρώπων». / Μα απ᾽ τους ανθρώπους λιγοστοί κι αν το γρικήσαν τούτο / μες στην ψυχή τους το έκλεισαν· γιατί καθένας θρέφει / ελπίδα, που ριζοβολά στα στήθια αντρών και νέων· / Κι όσο κανένας άνθρωπος κατέχει το λουλούδι / της νιότης το πολυακριβό, με τ᾽ αλαφρά μυαλά του / πράγματ᾽ αδύνατα πολλά να κάμει λογαριάζει. (*)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία