Δείτε επίσης: τριζοβολάω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ριζοβολάω < ελληνιστική κοινή ῥιζοβολέω / ῥιζοβολῶ < αρχαία ελληνική ῥίζα + βάλλω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾi.zo.voˈla.o/

  Ρήμα επεξεργασία

ριζοβολάω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία