Ετυμολογία

επεξεργασία
αὐτοκίνητος <  δείτε τις λέξεις αὐτός και κινέω

αὐτοκίνητος, -ος, -ον

  • αυτός που κινείται μόνος του, με δικές του δυνάμεις
  • πράγματα κινητά τε καὶ ἀκίνητα καὶ αὐτοκίνητα

Συγγενικά

επεξεργασία